- αρτίζωος
- ἀρτίζωος, -ον (Α)ο λιγόζωος, αυτός που δεν πρόκειται να ζήσει πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτίζωα — ἀρτίζωος not likely to live neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
γλυκόζωος — η, ο 1. (για πρόσωπα) αυτός που ζει χαρούμενα 2. (για τον χρόνο) αυτός που περνά ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκός + ζωος < ζωή (πρβλ. αλίζωος, αρτίζωος)] … Dictionary of Greek
δίζωος — δίζωος, ον (Α) (για τον Σίσυφο που γύρισε από τον Άδη) αυτός που έχει διπλή ζωή, που έζησε δύο φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + ζωος < ζωή (πρβλ. άζωος, αρτίζωος)] … Dictionary of Greek